- τροφώ
- (I)–οῡς, ἡ, Ατροφός, παραμάννα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τροφός + επίθημα -ώ τών θηλ. (πρβλ. λεχ-ώ)].————————(II)-έω, Α[τροφή]είμαι παραμάννα, τροφός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τροφῷ — τροφός feeder masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφῶι — τροφῷ , τροφός feeder masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρεμματοτροφώ — θρεμματοτροφῶ, έω (Α) τρέφω ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρέμμα, ατος + τροφώ (< τροφος < τροφός < τρέφω), πρβλ. αργο τροφώ, ιππο τροφώ)] … Dictionary of Greek
κακοτροφώ — κακοτροφῶ, έω (Α) 1. (κυρίως για φυτά) (ενεργ. και μέσ. και με την ίδια σημασ.) τρέφομαι κακώς 2. παθ. κακοτροφούμαι, έομαι (για αμπέλι) έχω κακή, πλημμελή περιποίηση, μέ περιποιούνται ατελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + τροφῶ (< τροφος <… … Dictionary of Greek
καρποτροφώ — καρποτροφῶ, έω (Μ) τρέφω, θηλάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + τροφώ (< τρόφος < τροφός < τρέφω), πρβλ. ιππο τροφώ, πωλο τροφώ)] … Dictionary of Greek
κοματροφώ — κοματροφῶ, έω (Α) τρέφω κόμη, αφήνω μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμη «μαλλιά + τροφῶ (< τροφος < τροφός < τρέφω), πρβλ. γηρο τροφώ, θηρο τροφώ] … Dictionary of Greek
κομοτροφώ — κομοτροφῶ, έω (Α) έχω μακριά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμη + τροφῶ (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. ιππο τροφώ, τεκνο τροφώ] … Dictionary of Greek
νηπιοτροφώ — νηπιοτροφῶ, έω (Α) ανατρέφω νήπια. [ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιον + τροφῶ (< «τρόφος < τρέφω), πρβλ. κτηνο τροφώ, παιδο τροφώ] … Dictionary of Greek
-τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… … Dictionary of Greek
νυμφοτροφώ — νυμφοτροφῶ, έω (Α) ανατρέφω τη θυγατέρα για γάμο («νυμφοτροφοῡμεν τὰς θυγατέρας», Θεμίστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + τροφῶ (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. τεκνο τροφώ] … Dictionary of Greek